κρεμαστός

κρεμαστός
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 165 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νησιού, 82 χλμ. Α της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κονιστρών του νομού Ευβοίας.
* * *
-ή, -ό (AM κρεμαστός, -ή, -όν) [κρεμάννυμι]
1. αυτός που κρέμεται, κρεμασμένος, αναρτημένος (α. «κρεμαστό ρολόι» β. «χαλᾷ κρεμαστήν ἀρτάνην», Σοφ.)
2. αυτός που αιωρείται, μετέωρος
3. φρ. «κρεμαστοί κήποι» — βλ. κήπος
νεοελλ.
φρ. «κρεμαστή γέφυρα» — η γέφυρα τής οποίας το κατάστρωμα συγκρατείται με αλυσίδες ή καλώδια μέσω κατακόρυφων αναρτήρων οι οποίοι φέρονται σε δύο συνήθως κατακόρυφους πύργους από σκυρόδεμα ή μέταλλο
νεοελλ.-μσν.
(βυζ. μουσ.) το θηλ. ως ουσ. η κρεμαστή
ένα από τα 14 σημεία τού «εκφωνητικού συστήματος» ή «είδους» τής αρχαίας βυζαντινής μουσικής, το οποίο απαντά στα Ευαγγελιστάρια και σε άλλα παρόμοια κείμενα
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κρεμαστόν
ο εξώστης
μσν.-αρχ.
απαγχονισμένος («τὴν μὲν κρεμαστὴν αὐχένος κατείδομεν», Σοφ.)
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρεμαστά
οχυρώματα, φρούρια
2. φρ. «κρεμαστὰ σκεύη» — τα σχοινιά και τα ιστία τού πλοίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρεμαστός — hung masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμαστός — ή, ό αυτός που κρέμεται από κάπου, κρεμασμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρεμαστά — κρεμαστός hung neut nom/voc/acc pl κρεμαστά̱ , κρεμαστός hung fem nom/voc/acc dual κρεμαστά̱ , κρεμαστός hung fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμαστῶν — κρεμαστός hung fem gen pl κρεμαστός hung masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμαστόν — κρεμαστός hung masc acc sg κρεμαστός hung neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμασταῖς — κρεμαστός hung fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμασταί — κρεμαστός hung fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμαστοῖς — κρεμαστός hung masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμαστοί — κρεμαστός hung masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμαστοῦ — κρεμαστός hung masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”